Κατεβάστε
τον κατάλογο βιβλίων των εκδόσεων Κριτική
PDF (8,6 Mb)
Επικοινωνήστε μαζί μας για ερωτήσεις καταλόγου
Οι Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες είναι μια συλλογή 23 κειμένων που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1999. Τα κείμενα, προερχόμενα από την ιδιοφυή γραφίδα του David Foster Wallace, εύλογα δεν κατατάσσονται σε μία συγκεκριμένη κατηγορία, όπως αυτή του γραμμικού διηγήματος, αλλά, αντίθετα, φλερτάρουν με τα είδη και αφήνουν το μοναδικό τους αποτύπωμα. Αν και πρωταγωνιστές των ιστοριών είναι οι σύγχρονοι άντρες, η επιθετική τους αρρενωπότητα και ο σεξισμός που αυτή αναδίδει, τα κείμενα είναι διαποτισμένα από την ειρωνεία, το μαύρο χιούμορ και το βαθύ αίσθημα της μοναξιάς – γνώριμα χαρακτηριστικά στον τρόπο γραφής του Wallace.
Η Επιστροφή γράφτηκε το 1909 για το λογοτεχνικό περιοδικό Die Neue Rundschau και είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά αφηγήματα του Έσσε που εκδίδεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.
Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει τη γλώσσα και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με χειρονομίες. Μόνο ένα αγόρι, ο Νικολίνο, θυμάται τις έννοιες των λέξεων και μπορεί να διηγηθεί τα γεγονότα που οδήγησαν τους κατοίκους του τόπου του σε αυτή την κατάσταση. Το προνόμιο της μνήμης ο Νικολίνο το αποκτά χάρη στη γνωριμία του με τον βιβλιοπώλη που καταφτάνει στην πόλη του. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο όχι για να πουλάει τα βιβλία του, αλλά για να τα διαβάζει στους άλλους. Οι ντόπιοι δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι τον ξένο και την ιδιοτροπία του, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να θεωρούν ότι πρόκειται για δαίμονα. Πεσόα, Σοφοκλής, Τολστόι, Σαπφώ, Σαίξπηρ, Λεοπάρντι, Δάντης, Ρεμπώ, Προυστ, Μπόρχες, Ντοστογιέφσκι είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς με τη σκέψη των οποίων το αγόρι έρχεται σε επαφή.
Περίπου δύο ολόκληροι αιώνες γερμανικής ιστορίας εγκιβωτίζονται στο καινούργιο μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ Σλινκ, Όλγα. Χωρίς να φορτώνει το βιβλίο με ιστορικές λεπτομέρειες, ο συγγραφέας του best seller Διαβάζοντας στη Χάννα πετυχαίνει να παρακολουθήσει την πορεία της ηρωίδας του από τα πρώτα της βήματα μέχρι το «ανατρεπτικό» τέλος της, επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή από τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871, την ίδρυση του γερμανικού Ράιχ το ίδιο έτος και τους παγκόσμιους πολέμους, έως τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, τον γερμανικό Μάη του 1968 και το σήμερα. Τα τραύματα από το εθνικό παρελθόν, οι προκαταλήψεις, τα λάθη κι ο ταξικός αποκλεισμός προκαλούν στους πρωταγωνιστές του βιβλίου δυσκολία να ευτυχήσουν και τους καθιστούν σχεδόν ανίκανους να ερωτευτούν.
Το μόνο που τον κρατούσε στη ζωή ήταν ο φόβος. Συνέχισε να τρέχει, φανταζόταν ότι ξέσκιζαν το δικό του κορμί, λαχταρούσε το νερό, το ποτάμι. Η βροχή έπεφτε. Δεν είχε άλλη ανάσα για να τρέξει. Το αίμα και η μυρωδιά ξεπλύθηκαν αποπάνω του. Έφτασε όσο πιο μακριά μπορούσε και τότε κατέρρευσε. Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε διάπλατα το στόμα του. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε.
Με αφορμή τη ζωή της Δέσποινας Αχλαδιώτη στο ακριτικό νησί της Ρω, ο Γιάννης Σκαραγκάς αφηγείται την ιστορία ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Μέσα από μια ποιητική και βαθιά ανθρώπινη οπτική, το κείμενο εστιάζει στη μοναχική διαδρομή μιας γυναίκας που έμαθε να ζει με αναμνήσεις και σκέψεις, προσπαθώντας να δώσει νόημα στη σχέση της με τον κόσμο.
1949: Ο Γιόζεφ Μένγκελε φθάνει στην Αργεντινή. Χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα, ο πρώην βασανιστής γιατρός του Άουσβιτς, γνωστός ως Άγγελος του Θανάτου, πιστεύει ότι μπορεί να αρχίσει μια νέα ζωή στο Μπουένος Άιρες. Η Αργεντινή του Περόν είναι φιλόξενη και όλος ο κόσμος θέλει να ξεχάσει τα ναζιστικά εγκλήματα. Ωστόσο, η καταδίωξη για την απόδοση δικαιοσύνης εκ μέρος των θυμάτων δεν αργεί και ο γιατρός των SS αναγκάζεται να καταφύγει πρώτα στην Παραγουάη και έπειτα στη Βραζιλία. Μεταμφιεσμένος και κατατρεγμένος, περιπλανιέται από κρυψώνα σε κρυψώνα, ώσπου η διαρκής αγωνία του λαμβάνει τέλος με τον μυστηριώδη θάνατό του σε κάποια παραλία το 1979.
Ένας ιδιόρρυθμος μαθηματικός, ένας ονειροπόλος διευθυντής τσίρκου, ένας συλλέκτης αντικών, ένας ηθοποιός που ψάχνει μια ευκαιρία, μια παρέα που δεν ξέρει τι να αποφασίσει, ένας συγγραφέας που αναζητάει την έμπνευση, ένας επιστήμονας που βρίσκεται σε έναν κόσμο που φαντάστηκε πως υπάρχει είναι μερικοί από τους ήρωες που ζωντανεύουν στα νέα διηγήματα του Στάμου Τσιτσώνη. Ο συγγραφέας σερβίρει μπράντι με πάγο, αναλαμβάνει ρόλο εξομολογητή και μεταφέρει όσα άκουσε, όσα φαντάστηκε ο ίδιος κι οι συνομιλητές του μεταξύ νηφαλιότητας και ήπιας μέθης.
Ένα παγωμένο βράδυ του Φεβρουαρίου του 1947, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ συναντά στο Σικάγο τον συγγραφέα Νέλσον Όλγκριν και αυτός προσφέρεται να της δείξει την πόλη. Μετά από αρκετές περιπετειώδεις ώρες στα καταγώγια, τα καμπαρέ και την αστυνομία, οι δυο τους επιστρέφουν στο διαμέρισμα του Όλγκριν. Εκεί ανάβει η σπίθα ενός πάθους που θα διαρκέσει για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Η Σάμια μεγαλώνει στο Μογκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας. Είναι παθιασμένη με το τρέξιμο και κάθε μέρα μοιράζεται τα όνειρά της με τον Αλί, τον έμπιστο φίλο που γίνεται προπονητής της, παρότι τις οικογένειές τους χωρίζουν οι θρησκευτικές διαμάχες. Ο πόλεμος στη Σομαλία, η φτώχεια και ο ισλαμικός εξτρεμισμός δεν πτοούν τη Σάμια που κοιτάζει μακριά και θέλει να κάνει τη διαφορά για τη χώρα της και για τη ζωή των γυναικών εκεί. Η Σάμια δεν φοβάται να κυνηγήσει το μεγάλο της όνειρο να διακριθεί στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012. Μια νύχτα φεύγει με τα πόδια, ξεκινώντας το δικό της Ταξίδι προς τη Δύση και την ελευθερία.
Ανατολική Γερμανία, Πότσνταμ, καλοκαίρι του 1985. Ο δεκαεξάχρονος Ρενέ ξεμένει ολομόναχος στο σπίτι. Η μητέρα του δεν ζει, ο πατέρας του λείπει σε διάσκεψη στην Ελβετία, αφού προηγουμένως έχει αφήσει στον γιο του 1000 μάρκα, τα οποία ο Ρενέ μοιράζεται με τους φίλους του, τον Ντιρκ, τον Μίχαελ και τον Μάριο. Τα τέσσερα αγόρια εξερευνούν τη σχεδόν άδεια πόλη τους, κάνουν βόλτες, αποστηθίζουν Μπωντλαίρ, επισκέπτονται τα ψαγμένα καφέ, πίνουν, καπνίζουν και συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος διαθέτει τη μεγαλύτερη ευφυΐα. Η φιλία, τα βιβλία που διαβάζουν, η μουσική που ακούν, τα κορίτσια που θέλουν να κατακτήσουν μονοπωλούν τον χρόνο τους.
Ένα βιβλίο–ύμνος στην αιώνια νεότητα από τον Αντρέ Κούμπιτσεκ, έναν αυτόπτη μάρτυρα των κοσμογονικών αλλαγών στα τέλη του ’80 και της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η γλυκόξινη, άτσαλη, ρομαντική εποχή της εφηβικής αμφισβήτησης μιας νεολαίας που το αίμα της βράζει και αναζητά διεξόδους σε μια καταπιεστική κοινωνία, με φόντο την ψυχροπολεμική καθημερινότητα της Ανατολικής Γερμανίας.
Το καινούργιο βιβλίο του Γιάννη Σκαραγκά είναι ένα απρόβλεπτο ιστορικό μυθιστόρημα για την καταστροφική δύναμη που έχουν οι λέξεις σε έναν γάμο, σε μια χώρα, σε μια ολόκληρη εποχή. Βρισκόμαστε στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, όταν οι γυναίκες αρχίζουν να διεκδικούν τη χειραφέτησή τους. Μία από αυτές είναι η Δανάη, ένα κορίτσι που μεγαλώνει στην Αλεξάνδρεια της δεκαετίας του 1880 με τη φιλοδοξία να ιδρύσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό φτιαγμένο αποκλειστικά από γυναίκες. Λαχταράει μια νέα ζωή κι έτσι αποφασίζει να ακολουθήσει τον άντρα της, έναν Έλληνα ψυχίατρο, στην Αθήνα. Μια πόλη που σπαράζεται από τον διχασμό, τις μεγάλες ιδέες και τις ίντριγκες της Ευρώπης. Η Ελλάδα της εποχής είναι η χώρα της πτώχευσης του 1893, των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, των Ευαγγελικών, της διαμάχης για το γλωσσικό ζήτημα, του Πολέμου του 1897, με τις ολέθριες συνέπειες από τους περιορισμούς του Διεθνή Οικονομικού Ελέγχου. Διαμορφώνεται πλέον σε πεδίο ανταγωνισμών, όπου οι πράκτορες και οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων προσπαθούν παρασκηνιακά να επηρεάσουν τις αποφάσεις του Παλατιού. Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, η Δανάη εξελίσσεται σε παθιασμένη και ασυμβίβαστη διανοούμενη. Κατορθώνει να γοητεύσει και να συνεργαστεί με φυσιογνωμίες που δίνουν τον δικό τους αγώνα για μια άλλη πατρίδα, απαλλαγμένη από πληγές και ψευδαισθήσεις: τον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ωστόσο, προσωπικά πάθη και μυστικά κλονίζουν την ίδια και τον γάμο της.
Δύο αδελφές, η Μπεμπούλα και η Ροζαλίνδη (Lyda), αλληλογραφούν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, αμέσως μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που προκλήθηκε από το κραχ του 1929. Τα περισσότερα από τα γράμματα στέλνονται από την Μπεμπούλα, η οποία είχε μόλις διοριστεί δασκάλα σε ένα χωριό της Ηπείρου, προς τη Ροζαλίνδη, που την ίδια περίοδο διέμενε στην Κέρκυρα. Η χρεοκοπία της οικογένειας, η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, η αγωνία του βιοπορισμού, οι νεανικοί έρωτες, οι απανωτές διαψεύσεις είναι όλα όσα θέλει να μοιραστεί η πρωταγωνίστρια των επιστολών με τον πιο δικό της άνθρωπο. Τα πρόσωπα μέσα από τις λέξεις: Η Μπεμπούλα, η Lyda, ο Αντρέας, η μαμά. Οι τόποι: Το χωριό της Ηπείρου, η Κέρκυρα, η Αθήνα. Τα ρήματα που ιχνογραφούν τη λαχτάρα και τη θλίψη: Σε φιλώ, Γράψε μου, Περιμένω.
Μοιράζοντας την αφήγηση ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στον 16ο αιώνα, στο νέο του βιβλίο ο Νίκος Ξένιος στήνει ένα παραμύθι της Ουγγαρίας που διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης. Πρωταγωνιστές, μια ομάδα μεταναστών που ξεκινούν από το Κουρδιστάν και, περνώντας από την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Σερβία, φτάνουν στη Βουδαπέστη. Στην αφήγηση αυτού του οδοιπορικού, ο συγγραφέας προσθέτει μια δεύτερη, την αφήγηση του Μπίρκα, του γηραιότερου και σοφότερου της ομάδας, με κεντρικό πρόσωπο την πριγκίπισσα Μερσούδα που αναγκάζεται να παντρευτεί τον βασιλιά Ματθία. Κατατρεγμένοι οι μετανάστες, κυνηγημένη και η πριγκίπισσα από τον αυταρχισμό ενός αδυσώπητου εξουσιαστή. Οι δύο ιστορίες σταδιακά αλληλοσυμπληρώνονται. Πίσω από τα πρόσωπα, τα παραμυθένια ή εκείνα που μας περιβάλλουν καθημερινά, μπορεί να κρύβεται μια ιστορία ίδια με τη δική μας.
Οι ήρωες του βιβλίου εμπλέκονται σε μια σειρά ανατροπών, κόντρα στη λογική. Κανόνες καταπατώνται, ευθύνες αγνοούνται επιδεικτικά. Το απροσδόκητο και η ειρωνεία κόβουν το τεντωμένο σχοινί του καθωσπρεπισμού. Οι ήρωες πέφτουν, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Η λύτρωση έρχεται όταν επιτέλους ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι ο κόσμος του ονείρου ανατρέπει τη λογική σκέψη που απειλεί την επιβίωση των ηρώων. Οι συνέπειες από την παραβίαση των κανόνων δεν απαξιώνουν τις αποφάσεις και τις πράξεις τους. Αντίθετα, νομιμοποιούνται και δεν μοιάζουν καθόλου παράδοξες.
Αντλώντας θάρρος από τη θερμή αποδοχή της Πρόζας, προχωράμε στην έκδοση ενός ακόμα έργου του συγγραφέα, θεατρικού αυτή τη φορά. Η Πλατεία Ηρώων, το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ, δίχασε κοινό και κριτικούς όσο κανένα άλλο έργο της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής στον γερμανόφωνο χώρο. Η πρεμιέρα του δράματος δόθηκε στο Μπούργκτεατερ, στις 4 Νοεμβρίου του 1988 και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, αλλά από την άλλη απέσπασε και τις έντονες επευφημίες ενός μεγάλου μέρους του κοινού, το οποίο είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει με κριτική διάθεση το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν του. Ο χρόνος του έργου είναι η μέρα της κηδείας του καθηγητή μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ και ο τόπος είναι το διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ στην Πλατεία Ηρώων, από όπου και αυτοκτόνησε ο καθηγητής, βουτώντας στο κενό. Πιο επίκαιρο από ποτέ, το έργο προφητεύει, με τη γνωστή γοητεία της γραφής του Μπέρνχαρντ, τη σημερινή άνοδο εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων.