Κατεβάστε
τον κατάλογο βιβλίων των εκδόσεων Κριτική
PDF (9,1 Mb)
Επικοινωνήστε μαζί μας για ερωτήσεις καταλόγου
H νέα νουβέλα του Στέλιου Παπαγρηγορίου κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας, νουάρ και δοκιμίου. Η αφήγηση ακολουθεί τον κεντρικό χαρακτήρα (έναν περιθωριοποιημένο δημοσιογράφο και μουσικό), ο οποίος, αδυνατώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, στρέφεται ενστικτωδώς εντός του, ανακαλύπτοντας εκεί έναν θόρυβο που δυναμώνει επικίνδυνα. Παράλληλα, η αφήγηση παρακολουθεί την πηγή ενός μυστήριου βουητού που μοιάζει να βγαίνει από τα ίδια τα σωθικά της Αττικής. Κοιτώντας μέσα και πέρα από το διάφανο κέλυφος του χαρακτήρα, γινόμαστε ακούσιοι μάρτυρες του χαοτικού ρυθμού και της καταιγιστικής εναλλαγής των αισθήσεων ενός πλάσματος που παλεύει να επιβιώσει μέσα σε οχήματα, πλατείες, καταστήματα και πεζοδρόμια. Το βιβλίο ξεναγεί τον αναγνώστη στην απελπιστικά σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας, ακολουθώντας μια διαδρομή που αναπόφευκτα καταλήγει σε σπασμωδικές αντιδράσεις, ειδεχθείς πράξεις και αστυνομικά τμήματα.
Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ο μεταφραστής Απόστολος Στραγαλινός πλάθει με τρυφερή αλλά και σκληρή γλώσσα ιστορίες ανθρώπων που, παρότι ασφυκτιούν καθημερινά από τις αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας, εξακολουθούν να ονειρεύονται χωρίς να γνωρίζουν πάντα αν βιώνουν μια ζωή που, καθώς περνάει, τους διαφεύγει. Οι ήρωές του, πλάνητες, περίεργοι, ρομαντικοί, αδικημένοι, «τρελοί» με διάφορους τρόπους, αναζητούν εναγωνίως ένα καινούργιο σύμπαν για να στεγάσουν τις νίκες και τις ήττες τους.
Ακολουθώντας την παράδοση των διηγημάτων απόδρασης και φυγής από την αλλοτρίωση και της αναζήτησης της χαμένης αθωότητας, ο Απόστολος Στραγαλινός καταθέτει ένα μανιφέστο ελευθερίας· μέσα από την ατομική συνειδητοποίηση, οι ήρωές του γίνονται κυρίαρχοι της ζωής τους υπερβαίνοντας τους έξωθεν καταναγκασμούς και τις κοινωνικές συμβάσεις.
Πρόκειται για επανέκδοση του τρίτου ποιητικού βιβλίου του Αργύρη Παλούκα, Θέλω το σώμα μου πίσω. Το 2012, το βιβλίο τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο Καλύτερου Νέου Ποιητή από το Συμπόσιο Ποίησης. Με αφορμή αυτή τη βράβευση, ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας σημείωνε: «Ο λόγος του Αργύρη Παλούκα (γεν. 1975) χωρίς περιστροφές, όχι μόνο στα ποιήματα τού Θέλω το σώμα μου πίσω αλλά και σ’ εκείνα των άλλων δυο προηγούμενων συλλογών του, κατευθύνεται χωρίς πολλές γενικολογίες στο ένα και μοναδικό ουσιώδες: την ψαύση και απεικόνιση του βιώματος της απώλειας, ιδωμένου μέσα από διάφορες προοπτικές. […] Στον Παλούκα […] οι διαπιστώσεις γίνονται με μια γλώσσα ασκητική, τραχειά, επιτούτου αστόλιστη. […] Κάτι τελευταίο: να σταθώ πολύ λίγο στο στίγμα του Παλούκα˙ στο ότι κατόρθωσε πολύ σύντομα, μ’ ένα βλέμμα άλλοτε λυπημένο άλλοτε ειρωνικό, να φτιάξει τη δική του άρθρωση, τη δική του φωνή, διαλέγοντας ίσως εξ ιδιοσυγκρασίας να μιλήσει για τα όσα απολύτως απαραίτητα χρειαζόμαστε για ν’ αντέξουμε».
Με το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο, ο Γιάννης Κοτσιφός επιχειρεί ένα οδοιπορικό «ανθρώπινων δεσμών», όπως γράφει χαρακτηριστικά σε έναν στίχο του. Αναλαμβάνει τον ρόλο του παρατηρητή και συναντά «τη σιωπηρή αγωνία των ταξιδιωτών / που πάντα θα διαλέγουν να δειπνούνε μόνοι». Τα ίχνη της συνθέτουν ένα μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων: το γράφουν όλοι, και κανένας δεν θα μπορεί να το διαβάσει ακέραιο ποτέ. Με αυξημένη ποιητική ενσυναίσθηση, επισκέπτεται νοερά τόπους όπως η Στοκχόλμη, η Σκοτία, το Σεράγεβο, το Αμβούργο, η Λισαβόνα, καταγράφοντας την απουσία της αθωότητας και της αγάπης. Το πικρό χιούμορ, η λιτότητα και η ησυχία του λόγου τού επιτρέπουν να αναδείξει λεπτές αποχρώσεις αισθημάτων: «Δεν θα αγαπήσουμε με λίγη απ’ την αδημονία / εκείνου του απογεύματος που άγγιξα την επιφάνεια του θρανίου σου / όπως θα βύθιζα τα δάχτυλά μου στο νερό ενός ρηχού ποταμιού / κοιτάζοντας προς τα κει που με περίμενε η θάλασσα». Εντέλει, όμως, ο ποιητής επινοεί μια ανοιχτή έξοδο προς την ελευθερία συμπεριλαμβάνοντας και όσους ακόμα μπορούν να ταυτιστούν με μια λυτρωτική λύση: «Κανείς δεν χρειάζεται να αποφασίσει προς τα πού να κοιτάξει».
Το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου μάς μεταφέρει σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον όπου η βλάστηση αποτελεί παρελθόν, η ερημοποίηση έχει προχωρήσει και οι άνθρωποι ζουν εντελώς αποκομμένοι από το φυσικό περιβάλλον. Το ακραίο κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» παίρνει την εξουσία, χτίζει την Αλλοτεκοίτη στην ξερή κοίτη ενός ποταμού και καταδιώκει όλους όσοι νοσταλγούν το πράσινο, τη γονιμότητα της γης, την αφθονία του νερού.
Η Κυβέλη, καθηγήτρια φιλόλογος και πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, ανήκει σε αυτούς που υπερασπίζονται δημόσια την ιερότητα της φύσης. Οι «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» τη συλλαμβάνουν και την κλείνουν σε ψυχιατρείο. Διασχίζοντας την έρημη, άνυδρη χώρα, η δημοσιογράφος Στέλλα Μπεράτη θα έρθει στην Αλλοτεκοίτη για να αναζητήσει τα ίχνη της Κυβέλης προσπαθώντας να συνθέσει το παζλ της παράδοξης ιστορίας της.
Με βαθιά αγάπη προς τον άνθρωπο, ο Νίκος Ξένιος μάς θυμίζει ότι μια ιστορία ποτέ δεν λέγεται με έναν και μόνο τρόπο. Σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης (ιδεολογικής, κοινωνικής, πολιτικής) είναι σημαντικό οι άνθρωποι να έχουν το δικαίωμα και τη διαύγεια να αφηγηθούν μια ιστορία – τη δική τους ιστορία.
Μια τρυφερή ιστορία για τη αναδρομή μιας γυναίκας από τον μύθο στο ανθρώπινο, για την ανάγκη ν’ αφήσουμε ίχνη στη μνήμη των αγαπημένων μας. Πρόκειται για μια ποιητική εξιστόρηση για τα πρόσωπα ενός κοριτσιού που έγινε θρύλος, μια επινόηση της Μελίνας που μας εμπνέει και σήμερα.
Στο πέμπτο ποιητικό του βιβλίο, «Τελευταίο σκοτάδι», ο Αργύρης Παλούκας εγκαταλείπει σε μεγάλο βαθμό την ελλειπτικότητα της προηγούμενης ποιητικής συλλογής, «Άνθρωποι που γελάνε» (2018). Τα οικεία του θέματα αναπτύσσονται και πάλι οικονομημένα, με δωρικότητα και ακρίβεια, αλλά αυτή τη φορά με μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης και βάθος. Το περιεχόμενο των καινούργιων ποιημάτων επιβάλει πιο αυταρχικά τους δικούς του κανόνες: άλλοτε πιο εσωστρεφή κι άλλοτε πιο επιτακτικά, τα ποιήματα δηλώνουν χωρίς οποιονδήποτε περισπασμό ότι υπάρχει πλέον μόνο ο χρόνος κατά τον οποίο τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους.
Αθήνα 1930. Μέσα στη δίνη του αμερικανικού κραχ και της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, η Ελλάδα αναζητά ένα νέο δάνειο. Η πόλη προσπαθεί ακόμα να αφομοιώσει τα κύματα των προσφύγων και να αντιμετωπίσει το καινούργιο έγκλημα. Ο Φιλότιμος Βάκχος, ως κοσμικογράφος στα Αθηναϊκά Νέα, ξέρει πολύ καλά πώς να φυλάει μυστικά αλλά και πώς να τα ξετρυπώνει. Όταν ο Αμερικανός επιχειρηματίας και σύζυγος της αδελφικής του φίλης ζητά τις υπηρεσίες του, ο Βάκχος δεν υποπτεύεται τον κίνδυνο. Μια ομάδα επιχειρηματιών έχει βάλει στόχο τον υποδιοικητή της Αστυνομικής Διεύθυνσης και αναθέτει στον Βάκχο να συγκεντρώσει ενοχοποιητικά στοιχεία για την παράνομη δράση του. Η έρευνά του θα τον φέρει σε επαφή με τον μεθυστικό κόσμο της νεοσύστατης κινηματογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα και τον χώρο του ρεμπέτικου και του περιθωρίου. Όταν ανακαλύπτει όμως ένα δίκτυο ανδρικής πορνογραφίας που απειλεί τις υπολήψεις ισχυρών ανδρών του πολιτικού και οικονομικού βίου, είναι αργά για να ξεφύγει. Μέσα από μια σειρά καταιγιστικών ανατροπών, ο Βάκχος έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του μυστικά και βρίσκει τον μοναδικό σύμμαχο στο πιο τρομακτικό πρόσωπο από το σκοτεινό του παρελθόν.
Δομημένο σε τέσσερα μέρη, το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου, Τα σπλάχνα, καταγράφει τα στάδια διαμόρφωσης της ιδεολογίας και της προσωπικότητας του Άλκη Δομέστικου, ενός καθηγητή με ρευστή συνείδηση που προβαίνει σε στρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Ανακαλώντας το τραύμα από την απώλεια των αγαπημένων του προσώπων και τις οδυνηρές μνήμες της παιδικής του ηλικίας, το βιβλίο διατρέχει τα ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν τις μάζες και άλλαξαν τη μορφή των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων από τον Μεσοπόλεμο έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.
Με αφορμή τη ζωή της Δέσποινας Αχλαδιώτη στο ακριτικό νησί της Ρω, ο Γιάννης Σκαραγκάς αφηγείται την ιστορία ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Μέσα από μια ποιητική και βαθιά ανθρώπινη οπτική, το κείμενο εστιάζει στη μοναχική διαδρομή μιας γυναίκας που έμαθε να ζει με αναμνήσεις και σκέψεις, προσπαθώντας να δώσει νόημα στη σχέση της με τον κόσμο.
Ένας ιδιόρρυθμος μαθηματικός, ένας ονειροπόλος διευθυντής τσίρκου, ένας συλλέκτης αντικών, ένας ηθοποιός που ψάχνει μια ευκαιρία, μια παρέα που δεν ξέρει τι να αποφασίσει, ένας συγγραφέας που αναζητάει την έμπνευση, ένας επιστήμονας που βρίσκεται σε έναν κόσμο που φαντάστηκε πως υπάρχει είναι μερικοί από τους ήρωες που ζωντανεύουν στα νέα διηγήματα του Στάμου Τσιτσώνη. Ο συγγραφέας σερβίρει μπράντι με πάγο, αναλαμβάνει ρόλο εξομολογητή και μεταφέρει όσα άκουσε, όσα φαντάστηκε ο ίδιος κι οι συνομιλητές του μεταξύ νηφαλιότητας και ήπιας μέθης.
Το καινούργιο βιβλίο του Γιάννη Σκαραγκά είναι ένα απρόβλεπτο ιστορικό μυθιστόρημα για την καταστροφική δύναμη που έχουν οι λέξεις σε έναν γάμο, σε μια χώρα, σε μια ολόκληρη εποχή. Βρισκόμαστε στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, όταν οι γυναίκες αρχίζουν να διεκδικούν τη χειραφέτησή τους. Μία από αυτές είναι η Δανάη, ένα κορίτσι που μεγαλώνει στην Αλεξάνδρεια της δεκαετίας του 1880 με τη φιλοδοξία να ιδρύσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό φτιαγμένο αποκλειστικά από γυναίκες. Λαχταράει μια νέα ζωή κι έτσι αποφασίζει να ακολουθήσει τον άντρα της, έναν Έλληνα ψυχίατρο, στην Αθήνα. Μια πόλη που σπαράζεται από τον διχασμό, τις μεγάλες ιδέες και τις ίντριγκες της Ευρώπης. Η Ελλάδα της εποχής είναι η χώρα της πτώχευσης του 1893, των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, των Ευαγγελικών, της διαμάχης για το γλωσσικό ζήτημα, του Πολέμου του 1897, με τις ολέθριες συνέπειες από τους περιορισμούς του Διεθνή Οικονομικού Ελέγχου. Διαμορφώνεται πλέον σε πεδίο ανταγωνισμών, όπου οι πράκτορες και οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων προσπαθούν παρασκηνιακά να επηρεάσουν τις αποφάσεις του Παλατιού. Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, η Δανάη εξελίσσεται σε παθιασμένη και ασυμβίβαστη διανοούμενη. Κατορθώνει να γοητεύσει και να συνεργαστεί με φυσιογνωμίες που δίνουν τον δικό τους αγώνα για μια άλλη πατρίδα, απαλλαγμένη από πληγές και ψευδαισθήσεις: τον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ωστόσο, προσωπικά πάθη και μυστικά κλονίζουν την ίδια και τον γάμο της.
Δύο αδελφές, η Μπεμπούλα και η Ροζαλίνδη (Lyda), αλληλογραφούν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, αμέσως μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που προκλήθηκε από το κραχ του 1929. Τα περισσότερα από τα γράμματα στέλνονται από την Μπεμπούλα, η οποία είχε μόλις διοριστεί δασκάλα σε ένα χωριό της Ηπείρου, προς τη Ροζαλίνδη, που την ίδια περίοδο διέμενε στην Κέρκυρα. Η χρεοκοπία της οικογένειας, η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, η αγωνία του βιοπορισμού, οι νεανικοί έρωτες, οι απανωτές διαψεύσεις είναι όλα όσα θέλει να μοιραστεί η πρωταγωνίστρια των επιστολών με τον πιο δικό της άνθρωπο. Τα πρόσωπα μέσα από τις λέξεις: Η Μπεμπούλα, η Lyda, ο Αντρέας, η μαμά. Οι τόποι: Το χωριό της Ηπείρου, η Κέρκυρα, η Αθήνα. Τα ρήματα που ιχνογραφούν τη λαχτάρα και τη θλίψη: Σε φιλώ, Γράψε μου, Περιμένω.
Μοιράζοντας την αφήγηση ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στον 16ο αιώνα, στο νέο του βιβλίο ο Νίκος Ξένιος στήνει ένα παραμύθι της Ουγγαρίας που διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης. Πρωταγωνιστές, μια ομάδα μεταναστών που ξεκινούν από το Κουρδιστάν και, περνώντας από την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Σερβία, φτάνουν στη Βουδαπέστη. Στην αφήγηση αυτού του οδοιπορικού, ο συγγραφέας προσθέτει μια δεύτερη, την αφήγηση του Μπίρκα, του γηραιότερου και σοφότερου της ομάδας, με κεντρικό πρόσωπο την πριγκίπισσα Μερσούδα που αναγκάζεται να παντρευτεί τον βασιλιά Ματθία. Κατατρεγμένοι οι μετανάστες, κυνηγημένη και η πριγκίπισσα από τον αυταρχισμό ενός αδυσώπητου εξουσιαστή. Οι δύο ιστορίες σταδιακά αλληλοσυμπληρώνονται. Πίσω από τα πρόσωπα, τα παραμυθένια ή εκείνα που μας περιβάλλουν καθημερινά, μπορεί να κρύβεται μια ιστορία ίδια με τη δική μας.
Οι ήρωες του βιβλίου εμπλέκονται σε μια σειρά ανατροπών, κόντρα στη λογική. Κανόνες καταπατώνται, ευθύνες αγνοούνται επιδεικτικά. Το απροσδόκητο και η ειρωνεία κόβουν το τεντωμένο σχοινί του καθωσπρεπισμού. Οι ήρωες πέφτουν, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Η λύτρωση έρχεται όταν επιτέλους ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι ο κόσμος του ονείρου ανατρέπει τη λογική σκέψη που απειλεί την επιβίωση των ηρώων. Οι συνέπειες από την παραβίαση των κανόνων δεν απαξιώνουν τις αποφάσεις και τις πράξεις τους. Αντίθετα, νομιμοποιούνται και δεν μοιάζουν καθόλου παράδοξες.
Τόποι: Ελλάδα, Λιθουανία, Εσθονία, Πολωνία, Σερβία, Ουγγαρία.
Μουσικές: Iron Maiden, AC/DC, Rolling Stones (το αριστούργημα «Wild Horses»), Μπρέγκοβιτς.
Καταστάσεις: Μοτοσυκλέτα, δυστύχημα, φυγή, απώλεια, περιπέτεια, εγκλωβισμός, δρόμοι, σύνορα, χώρες, πορνεία, θλίψη, περιπλοκές, υπόγειος κόσμος, ημίκοσμος, κόσμος, ταχύτητα, δόσιμο, δέσιμο, χάσιμο, σύγκρουση, συμφιλίωση, λύτρωση.
Στιλ: Σκληρός ρεαλισμός, επιστημονική φαντασία, νουάρ, road novel, μεταλλική πρόζα στους απόηχους του Don DeLillo, προσωπική ματιά, δυνατοί διάλογοι, φωτογραφικός ρεαλισμός, υπόγεια τρυφερότητα που κάποια στιγμή αναδύεται κρίσιμα και λυτρωτικά στην επιφάνεια.
Διεθνές δυναμικό δράμα δρόμου και καταστάσεων, μεθυστικό μυθιστόρημα νηφάλιας ανατομίας της σύγχρονης κοινωνικής ζωής στα Βαλκάνια, ύστερα από τις αναστατώσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ο Κωσταντής Σταυρόπουλος μας δείχνει πώς να αντιλαμβανόμαστε τους κραδασμούς των καιρών.
Γ.Ι. Μπαμπασάκης