Κατεβάστε
τον κατάλογο βιβλίων των εκδόσεων Κριτική
PDF (9,1 Mb)
Επικοινωνήστε μαζί μας για ερωτήσεις καταλόγου
Ένας ιατροδικαστής, ο οποίος έχει καταβάλει κόπο να χτίσει την επαγγελματική του πορεία, αναλαμβάνει να καταθέσει πόρισμα σχετικά με τον ξαφνικό θάνατο της φίλης του, διάσημης ογκολόγου και προέδρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Έλλης Λαδά, λίγες μέρες αφότου εκείνη ανακοινώσει μια σπουδαία ιατρική ανακάλυψη σχετικά με τη θεραπεία του αιώνα. Ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπος με υψηλόβαθμα πρόσωπα που, λόγω συμφερόντων, ασκούν πίεση, προσπαθώντας να αλλοιώσουν τη γνωμάτευση. Ο ιατροδικαστής αντιστέκεται υπερασπιζόμενος τις δικές του αρχές και ορθώνοντας το ανάστημά του μπροστά στους εκφοβισμούς και τις απειλές της εξουσίας. Θα τα καταφέρει;
Ένας βουλευτής, που έχει διατελέσει για χρόνια και υπουργός ελληνικών κυβερνήσεων, αποφασίζει να παραιτηθεί από το αξίωμά του και να εγκαταλείψει μια για πάντα την πολιτική ζωή της χώρας. Έτσι, ετοιμάζεται να εκφωνήσει τον τελευταίο του λόγο στη Βουλή τη νύχτα της ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Έναν λόγο, που όμοιός του δεν έχει διαβαστεί ποτέ στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Αφού έχει αναλογιστεί τις πράξεις και κυρίως τις παραλείψεις του σε οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο, εξομολογείται και παράλληλα απολογείται ενώπιον ενός λαού που τον πίστεψε, με την ελπίδα ότι –έστω και την τελευταία στιγμή– θα προλάβει να γίνει σύμμαχος της αλήθειας και υποστηρικτής μιας μεγάλης συγγνώμης που έπρεπε να έχει ειπωθεί καιρό πριν.
Στο τέταρτο προσωπικό του βιβλίο, τη συλλογή ποιημάτων Άνθρωποι που γελάνε, ο Αργύρης Παλούκας προσπαθεί να επιστρέψει σε εκείνη την ηλικία όπου δεσπόζει η αίσθηση της ελευθερίας, το «θέλω» έναντι του «πρέπει», χαρακτηριστικό που στην ενήλικη ζωή του κάθε άνθρωπος ξανασυναντάει μόνο στον έρωτα. Οι άνθρωποι του βιβλίου, εξεγερμένοι, δύσπιστοι και φοβισμένοι, αποφασίζουν να πιστέψουν ότι μπορούν να γυρίσουν την πλάτη στη φθορά. Το δικαίωμα στην ελευθερία είναι αναφαίρετο.
Η Αγάπη σαν ακολασία (η φράση παρμένη από το έργο του Γιώργου Χειμωνά Η εκδρομή) συγκεντρώνει, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά έκδοσης των έργων, ορισμένα μόνο αποσπάσματα από την πεζογραφία του Χειμωνά για την αγάπη ως ανάγκη του άλλου, ως ανάγκη για συντροφιά, ως ανάγκη για αναπάντεχες χειρονομίες. Για την αγάπη ως αναγκαία πράξη μέσα στη μοναξιά, την απελπισία, τα αδιέξοδα του νου. Για τη συμφιλίωση του εαυτού με τον εαυτό.
Επιλογή αποσπασμάτων – Εισαγωγή: Αργύρης Παλούκας
Στη νέα συλλογή διηγημάτων του, Πετεινός νοτίων προαστίων, ο Στάμος Τσιτσώνης απομακρύνεται για λίγο από τη χρήση των μαθηματικών, ως συνδετικού κρίκου των ιστοριών του, αλλά διατηρεί την ίδια ισχυρή δομή και αφήνεται ξανά στην καλλιέργεια της πυκνής αφήγησης κρατώντας αμείωτο το χιούμορ, την ειρωνεία και την ανατροπή. Αυτή τη φορά συνδέει μεταξύ τους πρόσωπα και καταστάσεις, σαν σενάρια ταινιών μικρού μήκους, σε έναν κόσμο εξπρεσιονιστικό που συγγενεύει πολύ με τον δικό μας.
Ένα νησί αποκλείεται από τον υπόλοιπο κόσμο πέντε μήνες το χρόνο.
Μια βιβλιοθήκη κληροδοτείται από τον μεγιστάνα του νησιού, τον μεγάλο ευεργέτη, ο οποίος με ύποπτο τρόπο το έσκασε όσο ήταν ακόμα νέος και έφυγε στην Αμερική για να φτιάξει την τύχη του. Ένας δήμαρχος συνωμοτεί με την βιβλιοθηκονόμο, για να αρχίσουν να διαβάζουν οι νησιώτες βιβλία. Ένας πρώην αναρχικός έχει βρει καταφύγιο στο νησί και στην καθημερινότητα του οικογενειακού μπακάλικου. Και στη μέση οι κάτοικοι του νησιού που έχουν να αντιμετωπίσουν τον πεντάμηνο αποκλεισμό μαζί με τις επιπτώσεις του διαβάσματος. Θα μπορέσει να επιβιώσει το νησί και η βιβλιοθήκη αυτό το χειμώνα;
Στον τόμο Τρία θεατρικά συνυπάρχουν τα τρία τελευταία θεατρικά έργα του Γιάννη Σκαραγκά: Αυτοί που περπατούν στα σύννεφα, Η εποχή του κυνηγιού και Στα πόδια. Σε τρεις διαφορετικές εποχές, από το 1896 μέχρι την ελληνική οικονομική κρίση των ημερών μας, οι ήρωες αυτών των έργων προσπαθούν να βρουν νόημα μέσα σε έναν κόσμο που, χωρίς το κομμάτι της μνήμης και της γενναιοδωρίας, μοιάζει ανίκανος να συγκρατήσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του.
Τι είναι πιο τρελό, η πένα του συγγραφέα ή η ίδια η νεοελληνική πραγματικότητα; Τι συμβαίνει όταν τα καναπεδάκια μάς τρώνε αντί να τα τρώμε; Σε ένα ιδιότυπο ταμπλό μαγικής αφήγησης και στεγνού ρεαλισμού, ο Δημήτρης Μαγριπλής καταγράφει σπαρταριστές, σουρεαλιστικές εικόνες και ιστορίες από την αστική και αγροτική Ελλάδα της υπερκατανάλωσης και της συνακόλουθης κρίσης. Οι ανίκητοι μηχανισμοί της ελληνικής γραφειοκρατίας, οι εκπρόσωποι της εκκλησίας και των λεγόμενων «κοινωνικών φορέων», ο επιχειρηματίας, ο αγρότης, ο συμβασιούχος, όλα τους συνθέτουν ένα γκροτέσκο ψηφιδωτό της χώρας, που σε μια δεύτερη ματιά δε φαίνεται και τόσο αποτραβηγμένο από την πραγματικότητα.
Με νευρώδη γλώσσα και κοφτό, μικροπερίοδο ύφος, ο συγγραφέας χτίζει μια ατμόσφαιρα ισοζυγισμένη ανάμεσα στο παραλήρημα του ονείρου και τη γρήγορη εναλλαγή εφιαλτικών εικόνων που μοιάζει ν’ ανακλά ένα ταραγμένο υποσυνείδητο.
Κάποιοι θέλουν να μείνουν άλυτες δυο υποθέσεις. Ο ντετέκτιβ Ντάριο Γκρούμο πληρώνεται για να μην ασχοληθεί με καμία από αυτές. Στα μονοπάτια των δουλεμπόρων, στις αθέατες γωνιές των μεγάλων λιμανιών, η ερωτική επιθυμία ακολουθεί τον δαντελωτό ρυθμό ενός αυτοκαταστροφικού και θανάσιμου χορού, ομαδικού και μαζί βαθιά ξεχωριστού για τον κάθε ήρωα. Ένας φίλος και μια γυναίκα. Πάντα μια γυναίκα.
Παιδιά ποτισμένα με το δηλητήριο του εθνικισμού και φιγούρες που επιμένουν να ζουν στις σκιές. Όταν τα όρια ανάμεσα στη βία, το σεξ, την αγάπη, τη φιλία και τον θάνατο καταργούνται. Μια περιπλάνηση σε δύο ηπείρους, όπου η κάθε μέρα δεν έχει ποτέ τη γεύση της προηγούμενης. Το σάουντρακ αυτού του μυθιστορήματος είναι μαύρες νότες της τζαζ, και ο χορός έχει ήδη στηθεί.
«”Θα σε μάθω εγώ να μ’ αγαπάς”, λέει και γδύνεται, τακτοποιώντας με επιμέλεια τα ρούχα του στη ράχη μιας καρέκλας. “Είναι σαν τα μυστικά. Κάποια στιγμή οι λεπτομέρειες θαμπώνουν. Στο τέλος ξεχνάς ακόμα κι εσύ ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά. Θυμάσαι μόνο ότι πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος για να θέλεις να τα κρατήσεις μυστικά”. Τη βλέπει που δακρύζει. Αυτό είναι το κορίτσι του.»
Δώδεκα ιστορίες που ισορροπούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στον σαρκασμό και στο χιούμορ, στο παράδοξο και στο μαθηματικώς ευεξήγητο. Ιστορίες που εφάπτονται της μαθηματικής σκέψης η οποία διαπερνά τα συμβάντα της ζωής, τις υπόρρητες φιλοδοξίες ή τις συγκαλυμμένες προσδοκίες των ηρώων τους. Δώδεκα διηγήματα που δεν χρειάζεται να γνωρίζεις αν αυτό που περιγράφουν έχει συμβεί αλλά που σε προκαλούν να το αποδεχτείς.
Έτσι… Χωρίς Απόδειξη.
«…η ζωή σήμερα δεν ζητάει αφοσίωση, αλλά ετοιμότητα, δεν υπάρχει τίποτα, όλα είναι «μέχρι νεοτέρας», τίποτα σταθερό, κοιμάσαι με τον άλλο και ξυπνάς μόνος σου, καμιά χειρολαβή, κανένα κάγκελο, σαν να είσαι όρθιος πάνω σ’ ένα τραπέζι με ρόδες που μπορεί να κινηθεί απροσδόκητα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση κι εσύ πρέπει να κρατήσεις ισορροπία και δεν έχει σημασία αν αυτό μοιάζει με εφιάλτη, αφού είναι πραγματικότητα! Αλλά δεν μπορούσε να της τα πει αυτά, γυναίκα είναι και οι γυναίκες ζητάνε σταθερότητα…»
Από το διήγημα «Μια καλή δουλειά».
Εγχειρίδιο διαπλοκής ή πραγματεία περί αθωότητας, ένα υποβλητικό κοινωνικό-ψυχολογικό θρίλερ, παράλληλα και μεταφυσικό για την υπόθεση που άλλοι ονομάζουν Συνείδηση και άλλοι Ψυχή. Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα στο οποίο δρουν δυνάμεις πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, και όπου τα θύματα είναι υπάρξεις που αγωνίζονται πάση θυσία να μην περάσουν στην αθέατη πλευρά. Βιβλίο για όσα συμβαίνουν σήμερα, κυρίως όμως για όσα πολύ χειρότερα καραδοκούν…
Ο Μεμέτ ξεκίνησε να περπατά στον δρόμο της μοναξιάς όταν χώρισε με τη Ναζλί. Ο χωρισμός του ,όμως, με τους φίλους του τον άφησε ακόμη πιο μόνο. Τώρα πια, σαν να μην ξέρει ούτε τον εαυτό του.
Η ελληνική πραγματικότητα των μεγάλων επιχειρήσεων στην εποχή των νέων τεχνολογιών και των μεγάλων έργων, η νευρικότητα των στελεχών που ανταγωνίζονται για να επιβιώσουν και να αναρριχηθούν, διασταυρώνονται με την ωμότητα και τον κυνισμό των καταφερτζήδων που καταξιώνονται στις εφήμερες μικρές επιχειρήσεις της «αρπαχτής».