Κατεβάστε
τον κατάλογο βιβλίων των εκδόσεων Κριτική
PDF (8,6 Mb)
Επικοινωνήστε μαζί μας για ερωτήσεις καταλόγου
Σε έναν δασώδη λόφο στα περίχωρα της Ζυρίχης κατοικεί ο πρώην ομοσπονδιακός βουλευτής Δρ Στοτς, περιστοιχισμένος από τα πορτρέτα μιας νεαρής γυναίκας. Η Μέλοντι ήταν κάποτε μνηστή του, περίπου σαράντα χρόνια πίσω, αλλά λίγο πριν τον γάμο τους εξαφανίστηκε. Διηγείται την ιστορία της ζωής του στον νεαρό Τομ Έλμερ, τον οποίο έχει ορίσει διαχειριστή της κληρονομιάς του. Με τον καιρό, ο Τομ αρχίζει να αναρωτιέται αν ο εργοδότης του είναι πραγματικά αυτός που θέλει να δείχνει ότι είναι και αν οι αφηγήσεις του είναι αληθινές ή βγαλμένες από το μυαλό του. Ο Τομ και η ανιψιά τού Στοτς, Λάουρα, ξεκινούν έρευνες που φτάνουν μέχρι και την Ελλάδα.
Η παρούσα ανθολογία με τους ερωτικούς στίχους τού Γιάννη Κοντού εκδίδεται 10 χρόνια μετά τον θάνατό του και έρχεται να φωτίσει περισσότερο την πλευρά του εκείνη που τον έκανε αγαπητό μέχρι και σήμερα, ειδικά στους νέους: τον τρυφερό του χαρακτήρα. Ο Γιάννης Κοντός ταξίδεψε κυρίως στην πόλη (Αθήνα) και σε δωμάτια, πραγματικά ή φανταστικά. Σκηνοθέτησε τόσο το έργο όσο και τη ζωή του με τα υλικά της καθημερινότητας. Η ποίησή του είναι γεμάτη από τα σώματα και τα μέρη τους: ώμους, λαιμούς, χέρια, στόματα, μάτια, μαλλιά, φλέβες. Αλλά και από όσα εκπέμπουν τα σώματα: χαμόγελα, αναπνοές, λόγια, φωνές, ίχνη, φιλιά, αγκαλιές, ψιθύρους, ομιλίες.
Τρία αμετάφραστα κείμενα του κορυφαίου Αυστριακού συγγραφέα Stefan Zweig συνθέτουν ένα μελαγχολικό σκηνικό γεμάτο εικόνες και λυρικότητα. Ο Zweig, με λογοτεχνική δεινότητα και ποιητική διάθεση, καταπιάνεται με σημαντικά θέματα όπως η θρησκεία, η πίστη, ο έρωτας, η αγάπη και τα όριά της.
Κούβα, 1993. Η χώρα βιώνει συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης και φτώχειας σε μια πρωτοφανή κρίση που οδηγεί σε κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, η Χούλια, μια νεαρή μαθηματικός που ζει και εργάζεται στην Αβάνα, αναζητά διέξοδο στα προβλήματά της όταν ανακαλύπτει τυχαία κάποια έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο εφευρέτης του τηλεφώνου δεν είναι ο Γκράχαμ Μπελ αλλά ο Ιταλός Αντόνιο Μεούτσι, ο οποίος εργάστηκε ως τεχνικός στην Αβάνα τον 19ο αιώνα. Η Χούλια και οι φίλοι της αρχίζουν να ξετυλίγουν το κουβάρι της υπόθεσης Μεούτσι.
Ο Γιούντεγιαν είχε την αίσθηση ότι η κοιμώμενη πόλη τον προκαλούσε. Η πόλη τον χλεύαζε. Δεν τον ενοχλούσαν οι υπναράδες τον Γιούντεγιαν, ας ξάπλωναν στα βρομερά κρεβάτια τους, ας ξάπλωναν στην αγκαλιά των λάγνων θηλυκών τους, αποκαρωμένοι θα έχαναν τις μάχες της ζωής· τον εξόργιζε η κοιμισμένη πόλη στο σύνολό της, κάθε κλειστό παράθυρο, κάθε μανταλωμένη πόρτα, κάθε κατεβασμένη περσίδα· τον εξόργιζε το γεγονός ότι δεν είχε δώσει αυτός την εντολή να κοιμηθεί η πόλη.
Δεκαετία του ’70. Η Κάρμεν αναθυμάται το παρελθόν της. Εκείνη και οι δύο αδελφές της, κόρες Ισπανών Δημοκρατικών, είχαν σταλεί από τους γονείς τους στη Γαλλία, όταν ήταν παιδιά ακόμη, για να γλιτώσουν από τη δικτατορία του Φράνκο. Κατέληξαν σε ένα μικρό χωριό στον Νότο, τη Μαρσεγιέτ, όπου ζούσαν και δούλευαν μαζί στο οικογενειακό ξενοδοχείο. Η Κάρμεν ασφυκτιά, ερωτεύεται έναν περαστικό ταυρομάχο, τον Αντόνιο, και φεύγει μαζί του στη Μαδρίτη. Εκεί φυλακίζεται για επτά χρόνια ως συνεργός του Αντόνιο στις παράνομες δραστηριότητές του. Στη φυλακή, η Κάρμεν υφίσταται βία και ταπεινώσεις, εθίζεται στα ναρκωτικά, αλλά εντέλει σώζεται κυρίως χάρη στη φιλία που αναπτύσσει με μια μεγαλύτερη σε ηλικία κρατούμενη και στην παρηγοριά που βρίσκει στην ανάγνωση μυθιστορημάτων. Όταν αποφυλακίζεται, επιστρέφει στο χωριό, αλλά οι αδελφές της δεν την έχουν συγχωρέσει που τις εγκατέλειψε. Η Κάρμεν προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση τους και παράλληλα συνδέεται ερωτικά με τον Εσκούτο, έναν νεότερό της άντρα, εντελώς διαφορετικό από τον Αντόνιο.
Δύο αδελφές ανακαλούν στη μνήμη τους τα γεγονότα που τραυμάτισαν την παιδική τους ηλικία. Προσπαθώντας να κατανοήσουν το παρελθόν και να ελπίσουν στο μέλλον, κινούνται σε πραγματικούς και φανταστικούς κόσμους. Στην αφήγηση παρελαύνουν και πρόσωπα τα οποία ζουν μέσα στις σελίδες ενός pulp περιοδικού που έχει από χρόνια διακόψει την κυκλοφορία του.
Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ο μεταφραστής Απόστολος Στραγαλινός πλάθει με τρυφερή αλλά και σκληρή γλώσσα ιστορίες ανθρώπων που, παρότι ασφυκτιούν καθημερινά από τις αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας, εξακολουθούν να ονειρεύονται χωρίς να γνωρίζουν πάντα αν βιώνουν μια ζωή που, καθώς περνάει, τους διαφεύγει. Οι ήρωές του, πλάνητες, περίεργοι, ρομαντικοί, αδικημένοι, «τρελοί» με διάφορους τρόπους, αναζητούν εναγωνίως ένα καινούργιο σύμπαν για να στεγάσουν τις νίκες και τις ήττες τους.
Ακολουθώντας την παράδοση των διηγημάτων απόδρασης και φυγής από την αλλοτρίωση και της αναζήτησης της χαμένης αθωότητας, ο Απόστολος Στραγαλινός καταθέτει ένα μανιφέστο ελευθερίας· μέσα από την ατομική συνειδητοποίηση, οι ήρωές του γίνονται κυρίαρχοι της ζωής τους υπερβαίνοντας τους έξωθεν καταναγκασμούς και τις κοινωνικές συμβάσεις.
H νέα νουβέλα του Στέλιου Παπαγρηγορίου κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας, νουάρ και δοκιμίου. Η αφήγηση ακολουθεί τον κεντρικό χαρακτήρα (έναν περιθωριοποιημένο δημοσιογράφο και μουσικό), ο οποίος, αδυνατώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, στρέφεται ενστικτωδώς εντός του, ανακαλύπτοντας εκεί έναν θόρυβο που δυναμώνει επικίνδυνα. Παράλληλα, η αφήγηση παρακολουθεί την πηγή ενός μυστήριου βουητού που μοιάζει να βγαίνει από τα ίδια τα σωθικά της Αττικής. Κοιτώντας μέσα και πέρα από το διάφανο κέλυφος του χαρακτήρα, γινόμαστε ακούσιοι μάρτυρες του χαοτικού ρυθμού και της καταιγιστικής εναλλαγής των αισθήσεων ενός πλάσματος που παλεύει να επιβιώσει μέσα σε οχήματα, πλατείες, καταστήματα και πεζοδρόμια. Το βιβλίο ξεναγεί τον αναγνώστη στην απελπιστικά σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας, ακολουθώντας μια διαδρομή που αναπόφευκτα καταλήγει σε σπασμωδικές αντιδράσεις, ειδεχθείς πράξεις και αστυνομικά τμήματα.
Πρόκειται για επανέκδοση του τρίτου ποιητικού βιβλίου του Αργύρη Παλούκα, Θέλω το σώμα μου πίσω. Το 2012, το βιβλίο τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο Καλύτερου Νέου Ποιητή από το Συμπόσιο Ποίησης. Με αφορμή αυτή τη βράβευση, ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας σημείωνε: «Ο λόγος του Αργύρη Παλούκα (γεν. 1975) χωρίς περιστροφές, όχι μόνο στα ποιήματα τού Θέλω το σώμα μου πίσω αλλά και σ’ εκείνα των άλλων δυο προηγούμενων συλλογών του, κατευθύνεται χωρίς πολλές γενικολογίες στο ένα και μοναδικό ουσιώδες: την ψαύση και απεικόνιση του βιώματος της απώλειας, ιδωμένου μέσα από διάφορες προοπτικές. […] Στον Παλούκα […] οι διαπιστώσεις γίνονται με μια γλώσσα ασκητική, τραχειά, επιτούτου αστόλιστη. […] Κάτι τελευταίο: να σταθώ πολύ λίγο στο στίγμα του Παλούκα˙ στο ότι κατόρθωσε πολύ σύντομα, μ’ ένα βλέμμα άλλοτε λυπημένο άλλοτε ειρωνικό, να φτιάξει τη δική του άρθρωση, τη δική του φωνή, διαλέγοντας ίσως εξ ιδιοσυγκρασίας να μιλήσει για τα όσα απολύτως απαραίτητα χρειαζόμαστε για ν’ αντέξουμε».
Με το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο, ο Γιάννης Κοτσιφός επιχειρεί ένα οδοιπορικό «ανθρώπινων δεσμών», όπως γράφει χαρακτηριστικά σε έναν στίχο του. Αναλαμβάνει τον ρόλο του παρατηρητή και συναντά «τη σιωπηρή αγωνία των ταξιδιωτών / που πάντα θα διαλέγουν να δειπνούνε μόνοι». Τα ίχνη της συνθέτουν ένα μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων: το γράφουν όλοι, και κανένας δεν θα μπορεί να το διαβάσει ακέραιο ποτέ. Με αυξημένη ποιητική ενσυναίσθηση, επισκέπτεται νοερά τόπους όπως η Στοκχόλμη, η Σκοτία, το Σεράγεβο, το Αμβούργο, η Λισαβόνα, καταγράφοντας την απουσία της αθωότητας και της αγάπης. Το πικρό χιούμορ, η λιτότητα και η ησυχία του λόγου τού επιτρέπουν να αναδείξει λεπτές αποχρώσεις αισθημάτων: «Δεν θα αγαπήσουμε με λίγη απ’ την αδημονία / εκείνου του απογεύματος που άγγιξα την επιφάνεια του θρανίου σου / όπως θα βύθιζα τα δάχτυλά μου στο νερό ενός ρηχού ποταμιού / κοιτάζοντας προς τα κει που με περίμενε η θάλασσα». Εντέλει, όμως, ο ποιητής επινοεί μια ανοιχτή έξοδο προς την ελευθερία συμπεριλαμβάνοντας και όσους ακόμα μπορούν να ταυτιστούν με μια λυτρωτική λύση: «Κανείς δεν χρειάζεται να αποφασίσει προς τα πού να κοιτάξει».
Το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου μάς μεταφέρει σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον όπου η βλάστηση αποτελεί παρελθόν, η ερημοποίηση έχει προχωρήσει και οι άνθρωποι ζουν εντελώς αποκομμένοι από το φυσικό περιβάλλον. Το ακραίο κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» παίρνει την εξουσία, χτίζει την Αλλοτεκοίτη στην ξερή κοίτη ενός ποταμού και καταδιώκει όλους όσοι νοσταλγούν το πράσινο, τη γονιμότητα της γης, την αφθονία του νερού.
Η Κυβέλη, καθηγήτρια φιλόλογος και πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, ανήκει σε αυτούς που υπερασπίζονται δημόσια την ιερότητα της φύσης. Οι «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» τη συλλαμβάνουν και την κλείνουν σε ψυχιατρείο. Διασχίζοντας την έρημη, άνυδρη χώρα, η δημοσιογράφος Στέλλα Μπεράτη θα έρθει στην Αλλοτεκοίτη για να αναζητήσει τα ίχνη της Κυβέλης προσπαθώντας να συνθέσει το παζλ της παράδοξης ιστορίας της.
Με βαθιά αγάπη προς τον άνθρωπο, ο Νίκος Ξένιος μάς θυμίζει ότι μια ιστορία ποτέ δεν λέγεται με έναν και μόνο τρόπο. Σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης (ιδεολογικής, κοινωνικής, πολιτικής) είναι σημαντικό οι άνθρωποι να έχουν το δικαίωμα και τη διαύγεια να αφηγηθούν μια ιστορία – τη δική τους ιστορία.
Μια τρυφερή ιστορία για τη αναδρομή μιας γυναίκας από τον μύθο στο ανθρώπινο, για την ανάγκη ν’ αφήσουμε ίχνη στη μνήμη των αγαπημένων μας. Πρόκειται για μια ποιητική εξιστόρηση για τα πρόσωπα ενός κοριτσιού που έγινε θρύλος, μια επινόηση της Μελίνας που μας εμπνέει και σήμερα.
Καθένας μας είχε μια τεράστια τσάντα γεμάτη ελπίδα. Ελπίζαμε ότι θα περνούσαμε το νερό, τους φράχτες και τους συνοριοφύλακες, ότι θα καταφέρναμε να φτάσουμε σ’ εκείνο το μέρος όπου τα φώτα έλαμπαν. Δεν είχαμε αμφιβολία ότι μόλις φτάναμε στην άλλη πλευρά, θα βρίσκαμε δουλειές. Θα δουλεύαμε και θα κερδίζαμε χρήματα, από τα οποία ένα μέρος θα το στέλναμε στα σπίτια μας. Ελπίζαμε ότι μια μέρα, σύντομα, θα γυρίζαμε πίσω θριαμβευτές.
Καλοκαίρι 1964. Μια φοιτήτρια από το ανατολικό τμήμα του Βερολίνου και ένας φοιτητής από το δυτικό ερωτεύονται. Εκείνος τη βοηθάει να αποδράσει από την Ανατολική Γερμανία και ζουν μαζί. Μόνο μετά τον θάνατο της Μπίργκιτ ο εβδομηντάχρονος πλέον Κάσπαρ ανακαλύπτει το μυστικό που η σύζυγός του έκρυβε μια ολόκληρη ζωή: πίσω στη χώρα της είχε αφήσει μια κόρη.
Ο Κάσπαρ αναλαμβάνει να κάνει αυτό που πάντα ήθελε η Μπίργκιτ, αλλά ποτέ της δεν κατάφερε: να ψάξει για τη χαμένη της κόρη. Η αναζήτηση μετατρέπεται σ’ ένα ταξίδι στο παρελθόν, με τις πληγές και τις ουλές που προκάλεσαν η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, η επανένωση και η «προσαρμογή» της στη Δύση. Ο Κάσπαρ βρίσκει την κόρη παντρεμένη σε μια κοινότητα νεοναζί στην επαρχία. Η δεκατετράχρονη κόρη της θα αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τον παππού της κι εκείνος την εγγονή του. Αν και οι κόσμοι τους είναι πολύ διαφορετικοί, ο Κάσπαρ είναι αποφασισμένος να παλέψει για τη σχέση τους. Έχει όμως το δικαίωμα να επέμβει στη ζωή της εγγονής του και στο ακροδεξιό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει;
Ο Bernhard Schlink θίγει με δεξιοτεχνία το ζήτημα των ορίων, της ανοχής και της αμοιβαίας κατανόησης στις σχέσεις, σε δύο κόσμους ιδεολογικά αντίθετους.
Στο πρώτο του θεατρικό έργο, ο Bernhard Schlink στήνει ένα ευφυές διανοητικό παιχνίδι στο παρόν. Η τελευταία μέρα του σχολείου στη Γερμανία πέφτει στις 20 Ιουλίου — επέτειο της απόπειρας δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ το 1944. Την προηγούμενη μέρα, το δεξιό κόμμα Γερμανική Δράση, με τον χαρισματικό νεαρό ηγέτη του, κερδίζει το 37% των ψήφων στις εκλογές. Στο μάθημα Ιστορίας, οι τελειόφοιτοι ενός λυκείου ξεκινούν μια έντονη συζήτηση με τον καθηγητή τους: Δεν θα έπρεπε η απόπειρα δολοφονίας να είχε γίνει το 1931, τότε που ο Χίτλερ δεν είχε ανέβει ακόμα στην εξουσία και δεν ήταν τόσο προστατευμένος; Είναι προτιμότερο να κρατήσει κανείς τα χέρια του καθαρά ή να τα λερώσει για έναν σκοπό που θεωρεί ιερό;