Κατεβάστε
τον κατάλογο βιβλίων των εκδόσεων Κριτική
PDF (9,1 Mb)
Επικοινωνήστε μαζί μας για ερωτήσεις καταλόγου
Τρία αμετάφραστα κείμενα του κορυφαίου Αυστριακού συγγραφέα Stefan Zweig συνθέτουν ένα μελαγχολικό σκηνικό γεμάτο εικόνες και λυρικότητα. Ο Zweig, με λογοτεχνική δεινότητα και ποιητική διάθεση, καταπιάνεται με σημαντικά θέματα όπως η θρησκεία, η πίστη, ο έρωτας, η αγάπη και τα όριά της.
Κούβα, 1993. Η χώρα βιώνει συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης και φτώχειας σε μια πρωτοφανή κρίση που οδηγεί σε κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, η Χούλια, μια νεαρή μαθηματικός που ζει και εργάζεται στην Αβάνα, αναζητά διέξοδο στα προβλήματά της όταν ανακαλύπτει τυχαία κάποια έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο εφευρέτης του τηλεφώνου δεν είναι ο Γκράχαμ Μπελ αλλά ο Ιταλός Αντόνιο Μεούτσι, ο οποίος εργάστηκε ως τεχνικός στην Αβάνα τον 19ο αιώνα. Η Χούλια και οι φίλοι της αρχίζουν να ξετυλίγουν το κουβάρι της υπόθεσης Μεούτσι.
Η Κουβανή Κάρλα Σουάρες υφαίνει μια ιστορία αναζήτησης γεμάτη χιούμορ, αφοπλιστική αμεσότητα και γλυκόπικρη διάθεση, καταδεικνύοντας πώς οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να επιβιώσουν και να αντλήσουν αισιοδοξία και δύναμη ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Ο Γιούντεγιαν είχε την αίσθηση ότι η κοιμώμενη πόλη τον προκαλούσε. Η πόλη τον χλεύαζε. Δεν τον ενοχλούσαν οι υπναράδες τον Γιούντεγιαν, ας ξάπλωναν στα βρομερά κρεβάτια τους, ας ξάπλωναν στην αγκαλιά των λάγνων θηλυκών τους, αποκαρωμένοι θα έχαναν τις μάχες της ζωής· τον εξόργιζε η κοιμισμένη πόλη στο σύνολό της, κάθε κλειστό παράθυρο, κάθε μανταλωμένη πόρτα, κάθε κατεβασμένη περσίδα· τον εξόργιζε το γεγονός ότι δεν είχε δώσει αυτός την εντολή να κοιμηθεί η πόλη.
Καθένας μας είχε μια τεράστια τσάντα γεμάτη ελπίδα. Ελπίζαμε ότι θα περνούσαμε το νερό, τους φράχτες και τους συνοριοφύλακες, ότι θα καταφέρναμε να φτάσουμε σ’ εκείνο το μέρος όπου τα φώτα έλαμπαν. Δεν είχαμε αμφιβολία ότι μόλις φτάναμε στην άλλη πλευρά, θα βρίσκαμε δουλειές. Θα δουλεύαμε και θα κερδίζαμε χρήματα, από τα οποία ένα μέρος θα το στέλναμε στα σπίτια μας. Ελπίζαμε ότι μια μέρα, σύντομα, θα γυρίζαμε πίσω θριαμβευτές.
Καλοκαίρι 1964. Μια φοιτήτρια από το ανατολικό τμήμα του Βερολίνου και ένας φοιτητής από το δυτικό ερωτεύονται. Εκείνος τη βοηθάει να αποδράσει από την Ανατολική Γερμανία και ζουν μαζί. Μόνο μετά τον θάνατο της Μπίργκιτ ο εβδομηντάχρονος πλέον Κάσπαρ ανακαλύπτει το μυστικό που η σύζυγός του έκρυβε μια ολόκληρη ζωή: πίσω στη χώρα της είχε αφήσει μια κόρη.
Ο Κάσπαρ αναλαμβάνει να κάνει αυτό που πάντα ήθελε η Μπίργκιτ, αλλά ποτέ της δεν κατάφερε: να ψάξει για τη χαμένη της κόρη. Η αναζήτηση μετατρέπεται σ’ ένα ταξίδι στο παρελθόν, με τις πληγές και τις ουλές που προκάλεσαν η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, η επανένωση και η «προσαρμογή» της στη Δύση. Ο Κάσπαρ βρίσκει την κόρη παντρεμένη σε μια κοινότητα νεοναζί στην επαρχία. Η δεκατετράχρονη κόρη της θα αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τον παππού της κι εκείνος την εγγονή του. Αν και οι κόσμοι τους είναι πολύ διαφορετικοί, ο Κάσπαρ είναι αποφασισμένος να παλέψει για τη σχέση τους. Έχει όμως το δικαίωμα να επέμβει στη ζωή της εγγονής του και στο ακροδεξιό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει;
Ο Bernhard Schlink θίγει με δεξιοτεχνία το ζήτημα των ορίων, της ανοχής και της αμοιβαίας κατανόησης στις σχέσεις, σε δύο κόσμους ιδεολογικά αντίθετους.
Στο πρώτο του θεατρικό έργο, ο Bernhard Schlink στήνει ένα ευφυές διανοητικό παιχνίδι στο παρόν. Η τελευταία μέρα του σχολείου στη Γερμανία πέφτει στις 20 Ιουλίου — επέτειο της απόπειρας δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ το 1944. Την προηγούμενη μέρα, το δεξιό κόμμα Γερμανική Δράση, με τον χαρισματικό νεαρό ηγέτη του, κερδίζει το 37% των ψήφων στις εκλογές. Στο μάθημα Ιστορίας, οι τελειόφοιτοι ενός λυκείου ξεκινούν μια έντονη συζήτηση με τον καθηγητή τους: Δεν θα έπρεπε η απόπειρα δολοφονίας να είχε γίνει το 1931, τότε που ο Χίτλερ δεν είχε ανέβει ακόμα στην εξουσία και δεν ήταν τόσο προστατευμένος; Είναι προτιμότερο να κρατήσει κανείς τα χέρια του καθαρά ή να τα λερώσει για έναν σκοπό που θεωρεί ιερό;
Σε αυτό το βιβλίο συστεγάζονται το ομώνυμο κείμενο «Ο τυφλός καθρέφτης», με τον υπότιτλο «ένα μικρό μυθιστόρημα», καθώς και το «Απρίλης, η ιστορία μιας αγάπης», δημοσιευμένα αμφότερα το 1925.
Είμαι γυναίκα. Χαίρομαι που είμαι γυναίκα. Δεν παραπονιέμαι. Δεν λυπάμαι. Δεν μου λείπει κάτι. Αλλά ούτε και μου περισσεύει. Γι’ αυτά θέλω να μιλήσω. […] Στον κόσμο απ’ όπου προέρχομαι θεωρούσαμε αυτομάτως ότι οι υποσχέσεις της ζωής προορίζονται για τους άλλους. Η ματαίωση ήταν ο κανόνας.
Καταιγιστική και πυκνή νουβέλα, το Βαδίζοντας οδηγεί τον αναγνώστη στον παράλογο, σκοτεινό και ασυνήθιστα σαρκαστικό κόσμο του Bernhard. Σε αυτό το βιβλίο παρελαύνουν τα ζητήματα που απασχολούν τον συγγραφέα σε όλο του το έργο: τα ανθρώπινα αδιέξοδα, η αυτοκτονία, η ατομική ιδιαιτερότητα ενάντια στις συμβάσεις εξετάζονται μέσα από το καυστικό χιούμορ του Bernhard, την αφηγηματική του δεινότητα, το μοναδικό στιλ γραφής και τη φιλοσοφική οξύνοια που τον κάνουν να ξεχωρίζει.
Στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού, κάπου στην Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πολιτικοί πρόσφυγες, ο βιοπαλαιστής Κάλε και ο αστός Τσίφελ, συναντιούνται σχεδόν τυχαία και συζητούν για θέματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους: Ξεκινώντας από την καθημερινότητα της προσφυγιάς, όπου η μπίρα είναι αραιωμένη, ο καφές δεν είναι καφές και ο καπνός είναι κακής ποιότητας, φτάνουν να αναλύουν σημαντικά ζητήματα της πολιτικής και της ηθικής, μιλώντας για τα διαβατήρια, τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πόλεμο, το σχολείο, τον πατριωτισμό και τη Δημοκρατία. Στους Διαλόγους προσφύγων ο Μπρεχτ αξιοποιεί βιωματικό υλικό από την περιπλάνησή του ανά την Ευρώπη, όπου βρέθηκε ως πρόσφυγας διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς, για να καυτηριάσει την υποκρισία των ισχυρών σε βάρος των ανίσχυρων, επιστρατεύοντας και τη σάτιρα στον μαχητικό αντιφασισμό. Η διευρυμένη θεματική των Διαλόγων, καθώς και η προσέγγισή τους από τη σκοπιά δύο διαφορετικών κόσμων, του εργάτη Κάλε και του διανοούμενου Τσίφελ, συνθέτουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, συστήνοντας στον αναγνώστη τον Μπρεχτ ως διανοητή και άνθρωπο, αποκαλύπτοντας σημαντικά και εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία της ζωής του.
Μετά τη συγκινητική και ανατρεπτική του Όλγα (Κριτική, 2018), στην ωριμότητά του ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, ο συγγραφέας του best seller Διαβάζοντας στη Χάννα (Κριτική, 1998), επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων που μιλούν για την απώλεια, για τα αντίο, για τους λυτρωτικούς αλλά και επώδυνους αποχαιρετισμούς που βιώνουμε κατ’ επανάληψη επιλέγοντας την ίδια τη ζωή κι όχι την παραίτηση από αυτήν. Τι συμβαίνει όταν χρειάζεται να διαχειριστούμε απειλητικές αναμνήσεις και πού καταλήγουν εκείνες που φαινομενικά τις έχουμε τακτοποιήσει; Μπορεί μια ζωή με λανθασμένες επιλογές να είναι «σωστότερη» από μια ζωή γραμμική και ακύμαντη;
Μετά το Σκίτσο ενός καλοκαιριού (Κριτική, 2018), που αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό, ο Αντρέ Κούμπιτσεκ επιστρέφει στις εκδόσεις Κριτική με ένα ακόμα μυθιστόρημα.
Ο δημοσιογράφος Φραντσέσκο Μερίνγκι έχει εμμονή με την αυθεντικότητα. Το όνειρό του είναι να γίνει συγγραφέας κι έτσι αποφασίζει να κρατήσει ημερολόγιο, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση του μυθιστορήματός του. Καταπιάνεται με την αφήγηση της δυνητικά αιμομικτικής σχέσης ανάμεσα στον ίδιο και την προγονή του. Ως πατριός βιώνει τον πειρασμό να απελευθερωθεί από αυτό το βαθιά ριζωμένο ταμπού, ενώ την ίδια στιγμή ως συγγραφέας παρακολουθεί με ενάργεια την εξέλιξη του ίδιου του πειρασμού.
Όταν όμως αποφασίζει να επανεξετάσει το περιεχόμενο του ημερολογίου, συνειδητοποιεί το πόσο λίγο αντανακλάται σ’ αυτό η πραγματικότητα που ήθελε να καταγράψει. Στα πρόθυρα να αποκηρύξει το εγχείρημα της συγγραφής, ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως το ημερολόγιο συνιστά από μόνο του ένα μυθιστόρημα, όχι μόνο για «τα λιγοστά γεγονότα που έχουν όντως συμβεί, αλλά, κυρίως, για όσα δεν έχουν συμβεί ποτέ και τα έχει επινοήσει ή τα έχει ονειρευτεί».
Ο Robert Walser ενδύεται την περσόνα ενός μαθητή που δεν ζει πια και γράφει για όλα όσα τον απασχολούν αποτυπώνοντας την ομορφιά σε κάθε της εκδοχή. Η ματιά του στέκεται στις παιχνιδιάρικες φλόγες της πυρκαγιάς, στο νοτισμένο από το γκρίζο πέπλο της βροχής ελατόδασος, στο μοναχικό λιβάδι στην πλαγιά του βουνού. Λόγος λυρικός, απλός, που ισορροπεί ανάμεσα στην αφέλεια και την ειρωνεία, στην αδεξιότητα και τη δεξιοτεχνία και που καταπιάνεται με τα μεγάλα θέματα: φιλία, φτώχεια, ανθρωπιά, αγάπη, φύση, μοναξιά.
Τρία αδέλφια, γόνοι βαθύπλουτης μεγαλοαστικής οικογένειας ξαναβρίσκονται στην πατρική βίλα ύστερα από καιρό. Οι δύο αδελφές ετοιμάζουν γεύμα προς τιμήν του αδελφού, που μόλις πήρε εξιτήριο από την ψυχιατρική κλινική, όπου διαμένει οικειοθελώς.
Τοποθετημένη στη δεκαετία του 1920, η νουβέλα του Τόμας Μαν είναι η ιστορία της Ροζαλί Φον Τίμλερ, μιας πενηντάχρονης γυναίκας που, ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της, ζει στο Ντίσελντορφ μαζί με τα δύο της παιδιά, την τριαντάχρονη Άννα και τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ.